Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έννωθρος — ἔννωθρος, ον (Α) [νωθρός] αυτός που κατέχεται από νωθρότητα, από νάρκη, ναρκωμένος … Dictionary of Greek
ἔννωθροι — ἔννωθρος dazed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)